βελονόφυλλα

βελονόφυλλα
Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις εποχές. Βελονοειδή φύλλα έχουν τα κωνοφόρα. Ο όρος β. χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς τον όρο πλατύφυλλα, με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα φυτά εκείνα τα οποία έχουν πλατιά φύλλα. Διάφορα βελονόφυλλα: 1) ίταμος (τάξος η ραψώδης)· 2) πεύκο (πεύκη η δασική)· 3) ερυθρελάτη (πικέα η υψικάρινη)· 4) έλατο (ελάτη η κτενοειδής)· 5) λάριξ ο ευρωπαίος· 6) κυπαρίσσι (κυπάρισσος ο αειθαλής). Οριζόντια τομή βελονόφυλλου πεύκου, χρωματισμένο με αντιδραστήρια, όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο (φωτ. Arch. B). Διάφορα βελονόφυλλα: 1) ίταμος (τάξος η ραψώδης)· 2) πεύκο (πεύκη η δασική)· 3) ερυθρελάτη (πικέα η υψικάρινη)· 4) έλατο (ελάτη η κτενοειδής)· 5) λάριξ ο ευρωπαίος· 6) κυπαρίσσι (κυπάρισσος ο αειθαλής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • πλατύφυλλα — Βοτανικός όρος με τον οποίο αναφέρονται τα αγγειόσπερμα φυτά, που έχουν φύλλα κυρίως με έλασμα πλατύ και σε διαφορετικά σχήματα (οξυά, βελανιδιά, καστανιά, πλάτανος, φουντουκιά κλπ.). Ως προς το χαρακτήρα αποτελούν την αντίθεση προς τα κωνοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”